Σκέψεις
για την εκπαίδευση … χωρίς βιβλιογραφία !
του Φώτη
Παντόπουλου*
Οι συζητήσεις με συναδέλφους και γενικότερα ανθρώπους με μεγάλη πείρα
περί τα εκπαιδευτικά είναι πάντα χρήσιμες και διαφωτιστικές. Κι αυτό γιατί
-εφόσον διαλέξαμε να είμαστε δάσκαλοι- το εκπαιδευτικό έργο ανεξαρτήτως
βαθμίδας έχει από τη φύση του τεράστιες απαιτήσεις που απορρέουν από το
ανεξάντλητο και διαρκώς διευρυνόμενο περιβάλλον τόσο της γνώσης καθαυτής, όσο
και των μεθόδων για την προσέγγιση και κατάκτησή της. Η Παιδαγωγική και η
Διδακτική, επιστήμες συμπληρωματικές μεταξύ τους και ταυτόχρονα εργαλειοθήκες
για τη βελτιστοποίηση του δύσκολου εκπαιδευτικού έργου, εξελίσσονται διαρκώς
και επιχειρούν με τα πορίσματά τους να απαντήσουν στα ερωτήματα που ανακύπτουν,
ή -καλύτερα- σε εκείνο το ένα ερώτημα/αίτημα που θέτει ο Καζαντζάκης στη “Νέα
Παιδαγωγική”: “κάμε τον άνθρωπο…”. Και επειδή μάλλον θυμάστε και την απάντηση
του Δασκάλου “έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους”, επέλεξα -με αφορμή
που δόθηκε από φίλη πανεπιστημιακό και καλή Δασκάλα- να μιλήσω αφενός για
εργαλεία, αφετέρου να καταθέσω σκέψεις και προτάσεις για μοντέλα Διδακτικής
χωρίς όνομα απαραίτητα, αλλά σίγουρα με ταυτότητα και στόχο. Κι όλα αυτά, για
όλους εσάς που ρωτάτε, χωρίς καμιά βιβλιογραφία, όχι γιατί σνομπάρω το
επιστημονικό μέρος, αλλά γιατί νομίζω πως αν ο δάσκαλος δεν ξέρει τη δουλειά
πρέπει απλά να «κάθεται στο σπίτι του»...
Όταν αρχίζει η συζήτηση για τη Διδακτική, φτάνουμε πολύ γρήγορα στο
αυτονόητο, το πεδίο της μεθοδολογίας. Εκεί λοιπόν το λόγο έχουν οι ειδικοί και
τα επώνυμα μοντέλα, που φυσικά δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω σε καμία
περίπτωση. Όμως, μετά από 28 χρόνια στην τάξη με κοινό κατά κύριο λόγο
Β΄βάθμιας και το τελευταίο διάστημα και Γ΄βάθμιας, έχω να διατυπώσω μερικά
εύλογα ερωτήματα περί εκπαιδευτικής φιλοσοφίας και στοχοθεσίας, όπως αυτά
απορρέουν από την εκπαιδευτική πράξη, και να τα απευθύνω στους ειδικούς
ευελπιστώντας σε διαφωτιστικές απαντήσεις. Κι αν πρέπει εδώ -για λόγους
μεθοδολογίας- να ονομάσουμε τους “ειδικούς”, πρόκειται για τις συντακτικές
ομάδες των σχολικών βιβλίων, τις ομάδες που καταρτίζουν τα αναλυτικά
προγράμματα, τους σχολικούς γενικά συμβούλους και φυσικά τους εκπαιδευτικούς. Υποκείμενο
της διαδικασίας ας μην ξεχνάμε πως δεν είναι μόνο ο μαθητής, αλλά και ο
δάσκαλος, καθώς από κοινού -με διαφορετικό βέβαια βαθμό ευθύνης- “παράγουν” το
εκπαιδευτικό έργο/αποτέλεσμα. Άλλωστε ο δάσκαλος θα ερωτάται διαρκώς γιατί
επέλεξε την χ ή ψ μεθοδολογία. Ας μη βιαστούμε να ρωτήσουμε και να απαντήσουμε
ποιο μοντέλο συμμερίζεται ο κάθε εκπαιδευτικός. Ας κοιτάξουμε πρώτα τη
διαδικασία, που -όπως προαναφέρθηκε- ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από αναλυτικά
προγράμματα, σχολικά εγχειρίδια, οδηγίες σχολικών συμβούλων και γενικότερη
συμβουλευτική πανεπιστημιακών δασκάλων. Ως περιβάλλον προέλευσης των
ερωτημάτων/cases επέλεξα το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας στη Β΄βάθμια, τόσο γιατί
το γνωρίζω πολύ καλά, όσο και γιατί -κατά κοινή νομίζω ομολογία- είναι το
μάθημα που σκοπό έχει να μάθει στο μαθητή “να σκέπτεται σωστά, να εκφράζεται
ελεύθερα και να καλλιεργεί συστηματικά την ικανότητά του στο γραπτό λόγο”. Για
όλα τα παρακάτω πρώτοι καλούνται να απαντήσουν οι ειδικοί. Ας δούμε ενδεικτικά τις ακόλουθες
περιπτώσεις: